- ὀχυροποιέομαι
- ὀχῠροποιέομαι,A fasten, fortify, Plb.1.18.4:—[voice] Act. in Sch.Philostr. Im.1.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀχυροποιησάμενοι — ὀχυροποιέομαι fasten aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοχυροποιεῖσθαι — κατά ὀχυροποιέομαι fasten pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)